- διχίτωνος
- διχίτωνwith two coatsmasc gen sgδιχίτωνοςwith two coatsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχίτωνον — διχίτωνος with two coats masc/fem acc sg διχίτωνος with two coats neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek
διχίτωνα — διχίτων with two coats masc acc sg διχίτωνος with two coats neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)